θρυλλεῖ

θρυλλεῖ
θρυλέω
make a confused noise
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
θρυλέω
make a confused noise
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυλλεί — Α (κατά τον Ησύχ.) «θραύει, λέγει, διαβοᾷ, θρυλλεῑ» …   Dictionary of Greek

  • ύθλος — ὁ, ΜΑ ανόητη φλυαρία, μωρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων σχηματισμένος με το σπάνιο επίθημα θλ ος (πρβλ. ἄεθλος, ἰμάσθλη). Κατά μία άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το θ. τού ρ. ὕει «βρέχει» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”